- λούκουντλος
- λούκουντλος, ὁ, a kind ofA cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d. (Lat. lucunculus.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λούκουντλος — λούκουντλος, ὁ (Α) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lucunculus] … Dictionary of Greek
λούκουντλοι — λούκουντλος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)